κατεξουσίας

κατεξουσίας
κατεξουσίᾱς , κατεξουσία
sovereignty
fem acc pl
κατεξουσίᾱς , κατεξουσία
sovereignty
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατεξουσιαστικός — κατεξουσιαστικός, ή, όν (Α) [κατεξουσιάζω] αυτός που παρέχει την άσκηση κατεξουσίας*, κυριαρχικός («ῥάβδον ἀρχικὴν καὶ κατεξουσιαστικήν», Κλήμ. Αλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”